- ἐνοικειοῦν
- ἐνοικειόωintroduce amongpres part act masc voc sgἐνοικειόωintroduce amongpres part act neut nom/voc/acc sgἐνοικειόωintroduce amongpres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενοικειώ — ἐνοικειῶ, όω, (Α) [ενοίκειος] 1. κάνω κάτι οικείο, εισάγω κάτι ως κοινωνικό δεσμό («τὴν ἐπιείκειαν τοῑς ἀνθρώποις ἐνοικειοῡν», Διόδ. Σικ.) 2. παθ. εισδύω, υπεισέρχομαι 3. παθ. είμαι ή γίνομαι συγγενής … Dictionary of Greek